Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σε περίπτωση (εσχάτης)

  • 1 περίπτωση

    [-ις (-εως)] η случай (тж. мед.);

    πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση — очень интересный случай;

    σπάνια περίπτωση — редкий случай;

    δεν προβλέπεται περίπτωση πολέμου — возможность возникновения войны маловероятна;

    § σε περίπτωση πού... — или εν περίπτώσει... — в случае если..., на случай если...;

    εν η περίπτώσει... — если случится;

    εν πάση περίπτώσει — а) при всех случаях, в любом случае; — б) на всякий случай;

    σε οποιαδήποτε περίπτωση — в любом случае;

    σε τέτοια περίπτ, εν τοιαύτη περίπτώσει — в таком случае, в подобном случае;

    σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης — или εν περίπτώσει απολύτου ανάγκης — в случае крайней необходимости;

    στην καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση — в лучшем (худшем) случае;

    εν εναντία περίπτώσει — в противном случае;

    σε καμιά περίπτωση — или εν ουδεμία περίπτώσει — ни в коем случае, ни при каких обстоятельствах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περίπτωση

  • 2 ανάγκη

    η
    1) нужда, необходимость, настоятельная потребность;

    πράγματα ( — или είδη) πρώτης ανάγκης — предметы первой необходимости;

    είναι (απόλυτη) ανάγκη να... — очень нужно, (крайне) необходимо (сделать что-л.);

    έχω ανάγκη από κάτι — нуждаться в чём-л.;

    έχω ανάγκη από ξεκούραση — мне необходим отдых;

    έχω ανάγκη θεραπείας — нуждаться в лечении;

    έχω την ανάγκη κάποιου — а) нуждаться в ком-л.; — б) зависеть от кого-л.;

    δεν σ· έχω ανάγκη — или δεν έχω την ανάγκη σου — а) ты мне не нужен, я в тебе не нуждаюсь; — б) я от тебя не завишу;

    δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη — нет никакой необходимости;

    σε ώρα ανάγκη(ς) — в момент необходимости;

    από ανάγκη — или εξ ανάγκης — или (κατ·) ανάγκη — по необходимости, в силу необходимости;

    είναι εθνική ανάγκη... — национальные интересы требуют...;

    σε περίπτωση (εσχάτης) ανάγκης — или εν (εσχάτη) ανάγκη — в крайнем случае, в случае (крайней) необходимости;

    2) недостаток, нужда, бедность;

    έχω ανάγκη — нуждаться;

    είναι άνθρωπος της ανάγκης — он беден, он нуждается;

    3) естественная надобность; нужда (прост.);

    κάνω την ανάγκη μου — отправлять естественную надобность;

    § κατάσταση εκτάκτου ανάγκης — чрезвычайное положение;

    την ανάγκη φιλοτιμία ν ποιούμαι — делать хорошую мину при плохой игре

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανάγκη

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»